- φιλοδεσπότης
- ὁ, Α(ως τίτλος κωμωδιών τού Τιμοστράτου και τού Θεογνήτου) φιλοδέσποτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + δεσπότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοδεσπότης — φιλοδεσποτέω love his master imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek